ἐπιτιμητική

ἐπιτιμητική
ἐπιτιμητικός
censorious
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η …   Dictionary of Greek

  • μυθάριο — το (ΑΜ μυθάριον) [μύθος] (με επιτιμητική σημ.) μικρός μύθος, παραμυθάκι νεοελλ. ψευδής αφήγηση ή ψευδής διάδοση η οποία αφορά σε κάποιον ή σε κάποιο γεγονός («διέδωσαν αυτά τα μυθάρια για να μέ συκοφαντήσουν») …   Dictionary of Greek

  • μωρός — ή, ὁ (ΑΜ μωρός, ά, όν, Α αττ. τ. μῶρος, ον, Μ και ἄμωρος, ον) 1. (και ως ουσ. για πρόσ.) ανόητος, κουτός, άμυαλος, ελαφρόμυαλος 2. (για πράγματα ή για ενέργειες) αυτός που δείχνει μωρία ή προέρχεται από μωρία νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μωρό (μτφ) …   Dictionary of Greek

  • ξέζωστος — και ξέζουστος, η, ο [ξεζώνω] 1. αυτός που δεν φορά ζώνη ή κάτι άλλο γύρω από τη μέση του 2. (με επιτιμητική σημ.) ασυμμάζευτος …   Dictionary of Greek

  • ονοστύππαξ — ὀνοστύππαξ, ακος, ὁ (Α) (με επιτιμητική σημ.) 1. ο πωλητής σχοινιών για γαϊδάρους 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀνοστύππαξ διὰ μὲν τοῡ ὄνου τὸν μυλῶνα ὀνειδίζων διὰ δὲ τοῡ στύππακος ὅτι στυππ(ε)ιοπώλης ἦν», δηλ. μυλωνάς και στυππ(ε)ιοπώλης, πωλητής… …   Dictionary of Greek

  • οντάριο — (Ontario). Επαρχία (1.068.580 τ. χλμ., 9 546 000 κατ.) του νότιοκεντρικού Καναδά. Πρωτεύουσα είναι το Τορόντο. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας και περιλαμβάνεται μεταξύ των επαρχιών Μανιτόμπα στα Δ και Κεμπέκ στα Α, του Κόλπου… …   Dictionary of Greek

  • οψίπλουτος — η, ο (Μ ὀψίπλουτος, ον) αυτός που πλούτησε αργά, καθυστερημένα νεόπλουτος νεοελλ. (κατ επέκτ.) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι (βλ. λ. οψέ) + πλούτος] …   Dictionary of Greek

  • παραμυθιάζω — [παραμύθι] (με επιτιμητική σημ.) λέω ψέματα ή δίνω ψεύτικες ελπίδες …   Dictionary of Greek

  • σαπρόγηρος — ον, Μ (με επιτιμητική σημ.) σαπισμένος από τα γεράματα, βρομόγερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + γηρος (< γῆρας), πρβλ. καλό γηρος] …   Dictionary of Greek

  • τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”